Τεράστιες προσδοκίες στους παραγωγούς της Ηλείας είχαν γεννήσει οι τελευταίες χρονιές, κατά τις οποίες η τιμή του λαδιού είχε φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, γεγονός που αντεστράφη την τελευταία ελαιοκομική περίοδο, με ραγδαία πτώση του προϊόντος μέχρι και τα 3,80 ευρώ. Αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στον αγροτικό κόσμο που είχε, εστιάσει τις ελπίδες του στην καλή πορεία του προϊόντος.
Η τεράστια διαφορά των τιμών της περσινής ελαιοκομικής περιόδου συγκριτικά με τις προηγούμενες και η αύξηση του κόστους παραγωγής, έχουν κάνει την κατάσταση δυσβάσταχτη. Οι επαγγελματίες του χώρου τονίζουν πως αν δεν αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, τότε τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα.
Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που με τα τωρινά δεδομένα έλαβαν την απόφαση να αποθηκεύσουν μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου, ευελπιστώντας πως θα έχουν το επόμενο διάστημα την ευκαιρία να τις πουλήσουν σε καλύτερη τιμή για τους ίδιους, η οποία και θα τους επιτρέψει να «ανασάνουν» οικονομικά.
Μεταξύ άλλων, επικεντρώθηκαν και στο αρνητικό αποτύπωμα που έχει αφήσει η τεράστια διακύμανση των τιμών τα τελευταία χρόνια, γεγονός που έχει βάλει σε σκέψεις και τους ίδιους τους αγρότες για το τι θα κάνουν τα επόμενα χρόνια, καθώς και για το μέλλον των καλλιεργειών τους.
Ο πρόεδρος Ελαιοπαραγωγών Κάστρου-Κυλλήνης Στάθης Αρβανίτης, μίλησε για την πτώση της τιμής, αλλά και για την αύξηση του κόστους παραγωγής.
Ειδικότερα είπε:
«Η πτωτική πορεία του λαδιού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με μία λέξη: καταστροφική. Τη θεωρώ αδικαιολόγητη, γιατί ενώ υπάρχει έλλειψη λαδιών, η αγορά για κάποιο λόγο δεν έχει κίνηση. Ίσως να είναι τεχνητό, για να πέσουν οι τιμές.
Είναι κακό ότι πέρυσι ανέβηκε η τιμή και παράλληλα τα μεροκάματα, τη στιγμή που με την πτώση του προϊόντος φέτος παραμένει υψηλό το κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα ο αγρότης να έχει παθητικό ισοζύγιο. Πολλοί παραγωγοί με μεγάλες καλλιέργειες βλέπαμε την κατρακύλα της τιμής και κρατήσαμε σημαντικές ποσότητες ελαιόλαδου στις αποθήκες, μήπως πετύχουμε καλύτερη τιμή και καλύψουμε τα έξοδα.
Δεν ήταν κίνηση κερδοφορίας, αλλά ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισοσκελισμό εσόδων-εξόδων. Η άνοδος των τιμών αποτελεί θέμα διεθνούς εμπορίου, ωστόσο εάν δεν συμβεί το επόμενο διάστημα, θα συνεχίσει η κατάσταση όπου αγρότες εγκαταλείπουν τις καλλιέργειές τους.
Και αυτό είναι αρνητικό και για τη χώρα, αφού προκαλεί μείωση στις εξαγωγές. Στην ουσία με όλα όσα έχουν γίνει τα τελευταία δύο χρόνια, δεν υπάρχει ουσιαστικό κέρδος για τους αγρότες».
Ο παραγωγός από την Κορυφή Τάκης Θανόπουλος, χαρακτήρισε απογοητευτική τη φετινή χρονιά και μίλησε για την περίπτωση της αναστροφής, λόγος για τον οποίο αποθήκευσε και λάδι. Μεταξύ άλλων δήλωσε:
«Η φετινή χρονιά είναι σίγουρα απογοητευτική από άποψη τιμής. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχαμε δει μια σημαντική άνοδο που έδωσε ελπίδα ότι το ελαιόλαδο θα βρει τη θέση που του αξίζει στην αγορά, φέτος βλέπουμε καθοδική πορεία, που προκαλεί έντονη ανασφάλεια.
Η τιμή έπεσε σημαντικά και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες – από την υπερπαραγωγή σε κάποιες περιοχές, μέχρι τις εισαγωγές και τη γενικότερη παγκόσμια οικονομική πίεση. Προσωπικά κράτησα μέρος της παραγωγής στις αποθήκες, θεωρώντας ότι ίσως υπάρξει αναστροφή ή ευκαιρία για καλύτερη τιμή αργότερα στη χρονιά. Το υπόλοιπο κατάφερα να το πουλήσω, αλλά η τιμή ήταν απογοητευτική – έφτασε γύρω στα 4,20 ευρώ/κιλό, πολύ χαμηλότερα από πέρυσι.
Δεν μιλάμε πλέον για το “χρυσάφι” της Μεσογείου, αλλά για προϊόν που παλεύει να βρει αξία μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας».
Ο παραγωγός από την περιοχή Κάστρο, Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος, εκτιμά ότι η πτώση τιμών ήταν λόγω της Ισπανίας που αποτελεί το ρυθμιστή τιμών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ αποκάλυψε και την τιμή που θα έπρεπε να είχε το προϊόν για την εξυπηρέτηση και των παραγωγών. Μεταξύ άλλων τόνισε:
«Η πτώση τιμής του ελαιόλαδου, εκτιμώ ότι οφείλεται στην πορεία της παραγωγής φέτος, αλλά και στην Ισπανία που θα έχει μεγαλύτερη ποσότητα του χρόνου και αποτελεί χώρα-“ρυθμιστή” των τιμών. Θεωρώ στα 6-6,50 ευρώ θα ήταν καλή τιμή για παραγωγούς και καταναλωτή, γιατί τώρα η διαφοροποίηση δε φαίνεται στο ράφι.
Ένα καλό προϊόν πρέπει να δίνει κέρδος, για να μπορεί να ανταπεξέλθει ο παραγωγός στα έξοδα. Κράτησα περίπου 10 τόνους λάδι στην αποθήκη, ευελπιστώντας σε αύξηση τιμής. Η Ισπανία έχει ανάλογη τιμή με τη φετινή δική μας, όμως ποιοτικά είναι κατώτερη. Περιμένουμε να υπάρξει ανάγκη από την αγορά για ελαιόλαδο.
Όποια ζήτηση, εκτιμούμε ότι θα υπάρξει το καλοκαίρι από εστιατόρια και ξενοδοχεία. Πρέπει να υπάρχει πάντα σταθερή τιμή για να μένει κέρδος στον παραγωγό, αφού οι συνεχείς διαφοροποιήσεις τιμών δε βοηθούν».
Από την πλευρά του, ο Σταύρος Θεοφιλόπουλος, παραγωγός από τα Φοναΐτικα, θεωρεί πως για τη φετινή χαμηλή τιμή, υπεύθυνα είναι τα μεγάλα τυποποιητήρια. Ταυτόχρονα μίλησε και για τους παράγοντες που καθιστούν την ελαιοκαλλιέργεια απαγορευτική τα επόμενα χρόνια, αν δεν αλλάξει κάτι.
Ειδικότερα υπογράμμισε:
«Επειδή έπαθαν ζημιά τα μεγάλα τυποποιητήρια της αγοράς, τη στιγμή που είχαν κλείσει συμφωνίες για φθηνότερο λάδι, γι’ αυτό εκτιμώ ότι επηρέασαν την τιμή για να βγάλουν κέρδος φέτος, τη στιγμή που αυξήθηκαν μεροκάματα και επιπλέον κόστη παραγωγής. Ιδανική τιμή θα ήταν από 5 ευρώ και πάνω, ώστε να μένουν χρήματα στον παραγωγό. Ο κόσμος επένδυσε στην καλλιέργεια ελιάς, θεωρώντας πως θα διατηρούσε την τιμή του. Μέχρι τέλος Δεκεμβρίου που ήταν στα 5 ευρώ, το πουλούσα στο ελαιοτριβείο.
Μετά κράτησα περίπου 5 τόνους, που προσέφερα με 4,20 ευρώ/κιλό για να αγοράσω τρακτέρ, ενώ έδωσα και μικρή ποσότητα με 3,80 ευρώ/κιλό. Τέτοιες τιμές δεν είναι βιώσιμες. Για να πει ο παραγωγός ότι ζει από το λάδι, θα πρέπει να έχει τιμή 5 ευρώ και άνω».
Ο παραγωγός από τον Ελαιώνα, Βλάσης Μαχαίρας, δήλωσε την αδυναμία των παραγωγών να τα βγάλουν πέρα με την τρέχουσα τιμή, ενώ ταυτόχρονα εξέφρασε την άποψή του ότι δε θα έπρεπε η άνοδος να είναι τόσο μεγάλη.
Ειδικότερα τόνισε:
«Με την τρέχουσα τιμή δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε σε κόστος παραγωγής, σε εργατικά και σε όλα αυτά που πλέον φαντάζουν ασύμφορα. Με 3,80 ευρώ δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε όπως πρέπει, αφού δε φτάνουν τα χρήματα από προηγούμενες χρονιές. Αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε λιγότερα υλικά, γεγονός που δεν ευνοεί τις καλλιέργειες. Έχω αποθηκεύσει μία ποσότητα 5 τόνους ελπίζοντας σε άνοδο τιμής, για να καλύψω υποχρεώσεις και τα έξοδα της νέας καλλιέργειας.
Περίμενα την αύξηση τιμής τα χρόνια που η Ισπανία δεν είχε αρκετή παραγωγή, ωστόσο δεν έπρεπε να ανέβει τόσο. Θεωρώ ως ιδανική τιμή από 5 ευρώ και πάνω, για να υπάρχει κέρδος, να καλύπτονται τα έξοδά μας και όλος ο κόσμος να είναι ικανοποιημένος».