Κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, η ελιά μπαίνει σε κρίσιμες φαινολογικές φάσεις, όπως η μεγέθυνση του καρπού, η σκλήρυνση του πυρήνα και η έναρξη της διαφοροποίησης των ανθοφόρων οφθαλμών για την επόμενη παραγωγή.
Παράλληλα όμως, αντιμετωπίζει έντονες κλιματικές προκλήσεις, όπως υψηλές θερμοκρασίες και ελλιπή διαθεσιμότητα νερού. Σε αυτό το περιβάλλον, η διαχείριση των βασικών μακροστοιχείων – ειδικά του αζώτου (Ν) και του φωσφόρου (P) – είναι καθοριστική αλλά και απαιτητική.
Η ξηρασία περιορίζει τη δραστηριότητα του ριζικού συστήματος, μειώνοντας την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, ενώ η έλλειψη οξυγόνου στο έδαφος και η υψηλή αναπνοή μικροοργανισμών και ριζών, επιβαρύνουν την κατάσταση. Αυτό οδηγεί σε υποβάθμιση των ριζών και μείωση της βιολογικής δραστηριότητας, κάτι που εμποδίζει τη θρέψη του φυτού – ειδικά σε ασβεστολιθικά ή αργιλώδη εδάφη όπου ο φώσφορος “κλειδώνεται”.
Το καλοκαίρι, η ζήτηση της ελιάς για άζωτο μπορεί να ξεπεράσει το 25% της ετήσιας ανάγκης της. Η χρήση λιπασμάτων με ουρία, σταθεροποιημένη με αναστολείς ουρεάσης, βοηθά στην αποδοτικότερη αξιοποίηση του αζώτου, μειώνοντας την απώλειά του από εξάτμιση και έκπλυση.
Η διαφυλλική εφαρμογή οργανικού αζώτου – μέσω αμινοξέων, πεπτιδίων ή υδρολυμάτων πρωτεϊνών – ενισχύει τη μεταβολική δραστηριότητα του φυτού, ακόμη και υπό συνθήκες στρες, ενώ η προσθήκη ωσμωπροστατευτικών ουσιών (όπως γλυκίνη βεταΐνη, μαννιτόλη ή εκχυλίσματα ξύλου) ενισχύει την απορρόφηση και τη μετακίνηση των θρεπτικών στοιχείων.
Ο φώσφορος είναι θεμελιώδης για τη φωτοσύνθεση, την παραγωγή φαινολικών ενώσεων και την ανάπτυξη των ριζών. Ειδικά σε καλοκαιρινές συνθήκες, συνιστάται η χρήση λιπασμάτων υψηλής διαλυτότητας, όπως τα μονοαμμωνιακά φωσφορικά άλατα, που αποδίδουν και αμμωνιακό άζωτο.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν επίσης τα μικρολιπάσματα και τα φωσφορώδη άλατα, που λειτουργούν ως βιοδιεγέρτες και ενισχυτικά της φυσικής άμυνας των φυτών.
Το καλοκαίρι, η επιτυχής λίπανση δεν εξαρτάται από την ποσότητα του λιπάσματος, αλλά από τη σωστή επιλογή μορφής, χρόνου εφαρμογής και τεχνικής.
Η προσέγγιση πρέπει να είναι στοχευμένη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εδάφους και τις πραγματικές ανάγκες των δέντρων. Μόνο έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε την ποιότητα της παραγωγής χωρίς να διακυβεύσουμε την υγεία των φυτών.