Ένα χαρακτηριστικό της καλλιέργειας της ακτινιδιάς είναι ικανότητα της παρατεταμένης αποθήκευσης των καρπών της εν ψυχρώ. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που επιτρέπει την κατανάλωσή του καρπού καθ ‘όλη τη διάρκεια του έτους σε πολλά μέρη του κόσμου.
Ωστόσο, η διάρκεια αποθήκευσης των ακτινιδίων περιορίζεται από τις άμεσες απώλειες λόγω της αποσύνθεσης μετά τη συγκομιδή ή λόγω της υποβάθμισης της ποιότητας που προκαλείται από την έκθεση φρούτων, ακόμη και σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις, σε εξωγενές αιθυλένιο.
Η σήψη του στελέχους που προκαλείται από το μύκητα Botrytis cinereal είναι η σημαντικότερη μετασυλλεκτική ασθένεια των ακτινιδίων. Εκτός από τις άμεσες απώλειες που οφείλονται στην αλλοίωση των καρπών, τα φρούτα που έχουν μολυνθεί από Botrytis μπορούν επίσης να προκαλέσουν πρόωρο μαλάκωμα των εναπομεινάντων καρπών σε δίσκο ή κάδο ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης παραγωγής αιθυλενίου από τα μολυσμένα φρούτα.
Οι ποσοστιαίες απώλειες απόδοσης λόγω της ασθένειας κυμαίνονται συνήθως από 0,2% έως 2,0%, ενώ σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί απώλειες έως και 20%.
Τα συμπτώματα της νόσου γίνονται εμφανή κατά τη διάρκεια της ψυχρής αποθήκευσής τους, συνήθως μετά από 4-12 εβδομάδες εάν αποθηκεύονται σε θερμοκρασία 0οC ή νωρίτερα εάν αποθηκεύονται σε υψηλότερες θερμοκρασίες.
Ο έλεγχος της νόσου επιτυγχάνεται συνήθως με την θεραπεία με μυκητοκτόνα πριν και μετά τη συγκομιδή, ενώ οι καλλιεργητικές πρακτικές, όπως ο καλός αερισμός και η διατήρηση καλής υγιεινής των δέντρων καθώς και ο προσεκτικός χειρισμός των φρούτων μετά την συγκομιδή, μπορούν επίσης να συμβάλλουν στην επιτυχή καταπολέμηση της μόλυνσης. Επιπλέον, η συντήρηση των συγκομισθέντων ακτινιδίων σε θερμοκρασία περιβάλλοντος πριν από την αποθήκευση σε χαμηλή θερμοκρασία έχει εφαρμοστεί ως πρακτική που ενίσχυσε τη σκλήρυνση της επιφάνειας ακτινιδίων.
Έλενα Μποσνάκη
Agronomist MSc
i-CON.SHARE