Το καμαροσπόριο, Camarosporium pistaciae, θεωρείται ως η σοβαρότερη ασθένεια της φιστικιάς, λόγω της μεγάλης ζημιάς που προκαλεί και η καταπολέμηση της δεν μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά.
Αρχικά το παθογόνο προσβάλει τα φύλλα, ξεκινώντας από το κεντρικό νεύρο αλλά και τα πλάγια και προοδευτικά προκαλεί την ξήρανση και την στιγμάτωση τμημάτων του ελάσματος. Επίσης επί των φύλλων σχηματίζονται στρογγυλές ή ακανόνιστες νεκρωτικές κηλίδες, διαμέτρου 5 mm με χρώμα καστανό ή καστανομελανό. Επί των ταξιοκαρπιών παρατηρείται προσβολή είτε μεμονωμένα στους καρπούς είτε της ράχεως και των δευτερευόντων αξόνων. Η προσβολή των καρπών μπορεί να είναι άμεση και στην επιφάνεια να σχηματίζονται κηλίδες 1-2mm διαμέτρου και χρώματος καστανόμαυρου. Η πιο συνηθισμένη μορφή προσβολής είναι η έμμεση, όπου το παθογόνο εισέρχεται εντός του καρπού. Αποτέλεσμα της προβολής αυτής είναι η ξήρανση του καρπού. Σε ορισμένες περιπτώσεις το παθογόνο προχωράει, από το σημείο πρόσφυσης, στον κλαδίσκο, τον οποίο μπορεί να ξηράνει.
Τα πυκνίδια του μύκητα εμφανίζονται σε όλα τα προσβεβλημένα μέρη από το τέλος καλοκαιριού, με την μορφή μαύρων στιγμάτων. Με την παρουσία νερού αλλά και υψηλού ποσοστού υγρασίας επιτυγχάνεται η απελευθέρωση και η βλάστηση των σπορείων.
Η συλλογή και η καταστροφή όλων των προσβεβλημένων οργάνων του φυτού αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο περιορισμού του παθογόνου. Με αυτό τον τρόπο περιορίζεται σημαντικά η διασπορά του παθογόνου και η προσβολή κατά την επόμενη καλλιεργητική χρονιά.
Παράλληλα, συνίσταται η καταπολέμηση, γενικώς, όλων των εντόμων που πληγώνουν τους καρπούς και κυρίως του σκόρου σκόρου (Palumbina guerinii). Η χημική καταπολέμηση του παθογόνου παρουσιάζει δυσκολίες όσον αφορά τον προσδιορισμό του χρόνου εφαρμογής των ψεκασμών και αυτό διότι η επιδημιολογία του δεν είναι ακόμη αρκετά γνωστή. Ωστόσο, εμπειρικά συστήνεται ένα πρόγραμμα τριών ψεκασμών, ο πρώτος εκ των οποίων συνιστάται Μαΐου , δηλ. περίπου πέντε εβδομάδες από την έναρξη της άνθησης.