O Botrytis (Botrytis cinerea) είναι ένας πολύ κοινός μύκητας ο οποίος προσβάλλει διάφορες ποικιλίες και ιδιαίτερα καλλιέργειες όπου οι καρποί τους χαρακτηρίζονται από πράσινου χρώματος πολτό. Με την προσβολή του καρπού σχηματίζονται κονιδιοφόροι με μακρύ ποδίσκο και υαλώδη κονίδια σε σχηματισμό βότρυ στις διακλαδώσεις που ξεκινούν από την κοιλότητα του μίσχου και εκτείνονται σε ολόκληρο τον καρπό. Το παθογόνο μπορεί να παραμείνει αδρανές μέχρι την όγδοη εβδομάδα της ψυχρής αποθήκευσης. Η ψύξη σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα, σε σύγκριση με την κανονική ψύξη, καθυστερεί την εμφάνιση συμπτωμάτων αλλά ευνοεί την ανάπτυξή τους.
Η κλιματική αλλαγή έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και προσβολή του μύκητα, καθώς ο μύκητας προτιμά υψηλούς ρυθμούς υγρασίας και ήπιες θερμοκρασίες. Η σωστή διαχείριση της φυλλικής επιφάνειας που συνοδεύεται από προσεκτική διαχείριση της άρδευσης και της γονιμοποίησης έχει ως στόχο την σωστή κυκλοφορία του αέρα και τη διείσδυση του φωτός και αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο για τη μείωση της προσβολής από τον μύκητα.
Μία βασική στρατηγική προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις της προσβολής από βοτρύτη. Με άλλα λόγια είναι «καθυστερημένη ψύξη» η οποία πραγματοποιείται μεταξύ της συγκομιδής των φρούτων και της ψύξης των φρούτων.
Χαρακτηρίζεται από την απώλεια νερού από τον καρπό, από την επούλωση της ουλής στο σημείο της αποκόλλησης του μίσχου και από ορισμένες φυσιολογικές τροποποιήσεις μέσα στον καρπό που βελτιώνουν την αντίσταση στις λοιμώξεις.
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι το «curing» είναι πιο αποτελεσματική μέθοδος, εάν η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 5-10°C, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες < 5°C μειώνεται η αποτελεσματικότητά της. Τα φρούτα που αποθηκεύονται σε θερμοκρασίες > 19°C γίνονται σύντομα πιο μαλακά και αναπτύσσουν υψηλή συχνότητα εμφάνισης ασθένειας.
Το προϊόν πρέπει να φυλάσσεται σε κατάλληλο μέρος, με τη κατάλληλη κυκλοφορία του αέρα, προκειμένου να απομακρυνθεί η θερμότητα από τα φρούτα που προέρχονται από τον οπωρώνα.
Συνίσταται να παρακολουθούνται οι θερμοκρασίες στο κέντρο των bins για να υπάρχει η βεβαίωση ότι η θερμοκρασία του καρπού δεν υπερβαίνει τους 19°C. Τέλος, τα φρούτα δεν πρέπει να εκτίθενται σε άμεσο ηλιακό φως ακόμη και για μικρό χρονικό διάστημα.
Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα bins δεν εκτίθενται σε καμία πηγή αιθυλενίου και η περιοχή που χρησιμοποιείται για τη μέθοδο του «curing» να έχει σωστή ροή αέρα, ώστε να αφαιρείται οποιοδήποτε αιθυλένιο από τα bins και να μην παγιδεύεται εντός.
Υπό την προϋπόθεση ότι τα φρούτα διατηρούνται σε κατάλληλες συνθήκες, τα καλύτερα αποτελέσματα λαμβάνονται σε διάρκεια 48 ωρών από την ημερομηνία συγκομιδής. Οι χρόνοι μεγαλύτερης διάρκειας μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης μαλακού ιστού. Ωστόσο, συνίσταται να μην υπερβαίνει τις 100 ώρες.
Τα έτη 1993 και 1994 ερευνήθηκαν στα ακτινίδια οι επιδράσεις της θερμοκρασίας και της υγρασίας κατά τη διάρκεια του «curing» στα επίπεδα μόλυνσης του Β. cinerea. Η μεγαλύτερη επίδραση του «curing» παρατηρήθηκε στους 10°C. Η συχνότητα προσβολής από το μύκητα ήταν υψηλότερη στους 0°C και η επίδραση του «curing» μείωσε τη προσβολή όταν επικρατούσαν θερμοκρασίες > 10°C. Το 1994 εφαρμόστηκε μια περίοδος θεραπείας τριών ημερών κατά την οποία η θερμοκρασία ήταν 10°C με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί η χαμηλότερη συχνότητα προσβολής των φρούτων.
Μετά από δώδεκα εβδομάδες αποθήκευσης σε ψύξη (1993) τα φρούτα στα οποία εφαρμόστηκε το «curing» είχαν λιγότερες προσβολές Β. cinerea με σχετική υγρασία 89-95% από ότι σε χαμηλότερες υγρασίες. Το 1994, επιτεύχθηκαν παρόμοια αποτελέσματα. Η σταθερότητα είχε διακυμάνσεις ανάλογα τη συγκομιδή, σε γενικές γραμμές μειώθηκε με την αποθήκευση, αν και μια ικανοποιητική σταθερότητα διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια αποθήκευσης σε ψύξη για όλες τις επεξεργασίες.
Σε όλα τα πειράματα, η απώλεια βάρους αυξήθηκε με αυξημένη θερμοκρασία κατά το «curing» ή με μειωμένη σχετική υγρασία (Silvia Bautista Baños et al, 1999).
Πηγή: farmacon.gr