H όρεξη των Γερµανών για ελαιόλαδο δυναµώνει και, όσο το επενδυτικό κενό στα παραγωγικά κέντρα της Ελλάδας παραµένει, γερµανικών συμφερόντων τυποποιητικές βρίσκουν χώρο για ανάπτυξη επιχειρηµατικών συμφερόντων στον εγχώριο ελαιώνα.
Τον ρόλο του Ιταλού εμπόρου στην ελληνική αγορά ελαιολάδου έρχονται να διεκδικήσουν Γερμανοί μεσίτες και εκπρόσωποι μεγάλων αλυσίδων, οι οποίες μέχρι τώρα κάλυπταν τις ανάγκες τους στην Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο. Πρόκειται βέβαια για μια διαδικασία που βρίσκεται υπό διαμόρφωση χρόνια τώρα, παρά το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα ξεκίνησαν οι απευθείας συναλλαγές σε αξιοσημείωτους όγκους μεταξύ ελληνικών συνεταιριστικών οργανώσεων και γερμανικών εταιρειών.
Ωστόσο η έλευση αυτή των Γερμανών, σύμφωνα με συνομιλητές του Ελαίας Καρπός, δεν θα έπρεπε να ιδωθεί ως μια απλή αντικατάσταση των Ιταλών από την ελληνική αγορά ελαιολάδου.
Αυτό γιατί οι Γερμανοί μπαίνουν με την ενέργεια του νεοφώτιστου σε μια ήδη ώριμη αγορά και η μεθοδικότητα που τους χαρακτηρίζει υπαγορεύει την ταυτόχρονη ενσωμάτωση και γιγάντωση των διατροφικών τάσεων που υιοθετούν οι καταναλωτές της Κεντρικής Ευρώπης.
«Αυτό που εμείς εδώ θεωρούμε για βιολογικό, οι Γερμανοί το ‘χουν σαν συμβατικό» σχολιάζει ο Παναγιώτης Ντανάκας, ένας έμπειρος ελαιοπαραγωγός και διαχειριστής συνεταιρισμού στη Λακωνία. Έτσι, όσο οι Ισπανοί δουλεύουν με όπλο τη χαμηλή τιμή και τις μεγάλες ποσότητες, οι Γερμανοί θα αναζητήσουν την προστιθέμενη αξία στην ποιότητα και την εξειδίκευση, κάτι που όπως εκτιμούν, με λίγη προσπάθεια, μπορεί να εξασφαλίσει σε ικανοποιητικές ποσότητες ο ελαιώνας της Ελλάδας.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Γερμανία κρύβεται πίσω από όλες τις νέες ποιοτικές τάσεις και διακρίσεις στην αγορά ελαιολάδου, δίνοντας έμφαση σε λεπτομέρειες που υπερβαίνουν το μέτρο της οξύτητας. Υψηλές πολυφαινόλες, μονοποικιλιακά ελαιόλαδα, χαμηλή υπολειμματικότητα και φυσικά βιολογική διαχείριση του ελαιώνα έρχονται να προστεθούν στην απαίτηση για χαμηλή οξύτητα, καθώς η αγορά ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη νέα γερμανική ηγεμονία στον κλάδο.
Όσο λοιπόν η ελληνική αγορά ελαιολάδου παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική του «χύμα», η εξέλιξη αυτή έρχεται σύμφωνα με αρκετούς να αναβαθμίσει και την τιμή παραγωγού αφού «ο Γερμανός ποτέ δεν λέει όχι σε υψηλής ποιότητας πρώτη ύλη.
Ήδη την περασμένη άνοιξη, η ανάκαμψη στην εγχώρια αγορά ελαιολάδου που είχε βουλιάξει σε εύρος τιμών κάτω από τα 2,50 ευρώ το κιλό, συνέπεσε με τις αγορές γερμανικής αλυσίδας που υποχρεώθηκε σε αναζήτηση νέων προμηθευτών λόγω του αποκλεισμού της Ιταλίας. Όπως εξηγούν στο Ελαίας Καρπός, άνθρωποι της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ούτε οι υποδομές ούτε οι γνωριμίες για να διατηρηθούν τα κεκτημένα του 2020.
Από την άλλη όμως, φαίνεται ότι η χώρα της Β. Ευρώπης καταβάλλει προσπάθειες για να εδραιωθεί στο χώρο του τροφίμου και κατ’ επέκταση στο ελαιόλαδο. Έτσι, δεν είναι καθόλου απίθανο στο κοντινό μέλλον, έπειτα και από την εμπειρία της περασμένης άνοιξης, οι Γερμανοί που διαθέτουν τυποποιητήρια και στην Ιταλία, να επιχειρήσουν μια παράκαμψη του Ιταλού μεσάζοντα στο ελαιόλαδο, προσεγγίζοντας απευθείας ελληνικούς συνεταιρισμούς.
Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς πως ήταν αναμενόμενο το ενδιαφέρον των Γερμανών για το ελαιόλαδο να εκφραστεί με αυτό τον τρόπο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι οι εισαγωγές ελαιολάδου της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης έχουν τριπλασιαστεί μέσα σε μια 20ετία. Στις αρχές του 2000, οι Γερμανοί κατανάλωναν 24.000 τόνους ετησίως, ενώ πλέον η ζήτηση για την εσωτερική αγορά έχει υπερτριπλασιαστεί, όσο ταυτόχρονα οι γερμανικές εταιρείες μπαίνουν και στο παιχνίδι των εξαγωγών. Μάλιστα όπως έγινε γνωστό το καλοκαίρι του 2020, οι γερμανικές εξαγωγές ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεπέρασαν αυτές της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα εξήγαγε 1,28 εκατ. κιλά ελαιολάδου αξίας 4,52 εκατ. λιρών, επίδοση σε ποσότητα και αξία χαμηλότερη κατά 4,6% και 16,1% από τις επιδόσεις του 2018. Την ίδια περίοδο η Γερμανία κατάφερε να αυξήσει τις εξαγόμενες ποσότητες ελαιολάδου προς το Ηνωμένο Βασίλειο κατά 47,4%.
Ήδη η Γερμανία αποτελεί την κορυφαία αγορά βιολογικού ελαιολάδου στην Ευρώπη. Όσο λοιπόν οι συνολικές εισαγωγές της Γερμανίας, παραμένουν σταθερές, το μερίδιο του έξτρα παρθένου ελαιολάδου ενισχύεται, ενδεικτικό ότι η χώρα στρέφεται πλέον στο υψηλής ποιότητας προϊόν. Το 2019 η χώρα εισήγαγε 71.000 τόνους ελαιολάδου αξίας 327 εκακτ. ευρώ, με το 76% να αποτελεί έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
Η Ιταλία διατηρεί τον ρόλο του βασικού προμηθευτή με μερίδιο 55% το 2019. Ακολουθεί η Ισπανία με μερίδιο 25% και τρίτη έρχεται η Ελλάδα με μερίδιο 12%. Φαίνεται πάντως πως οι επιπλέον ποσότητες που προστίθενται στα γερμανικά ράφια προέρχονται από την Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει την πιο ραγδαία ενίσχυση των μεριδίων της την τελευταία τριετία, ξεπερνώντας πλέον τους 10.000 τόνους από τους 7,5 χιλιάδες που εξήγαγε το 2017.
Οι περισσότερες ποσότητες πωλούνται μέσω ιδιωτικών ετικετών όπως είναι η Primadonna (της Lidl), η El Cantinelle and Cucina (της Aldi Süd), η Casa Morando (της Aldi Nord), η Aro (της Metro Cash & Carry), η REWE Feine Welt and ja! (της REWE), και η Edeka and Gut&Günstig (της Edeka). Σημειώνεται ότι οι περισσότερες προαναφερθείσες ετικέτες αποτελούνται από μπλεντ με ελαιόλαδα από διάφορες χώρες. Στις κυριότερες ανεξάρτητες ξεχωρίζουν οι ιταλικές Bertolli και Carapelli, η ισπανική μεν, γερμανικών συμφερόντων δε Mazola, οι ελληνικές Minerva, Minos και Jordan, η ισπανική Ybarra και επίσης γερμανικών συμφερόντων La Espanola.
Με αγορές ελαιολάδου απευθείας από ελαιοτριβεία και τιμές κατά τι υψηλότερες από τον μέσο όρο που διαμορφώνει η αγορά, η Gaea είναι το κοντινότερο παράδειγμα της γερμανικής επέκτασης στην ελαιοκομία. Η με έδρα το Αμβούργο οικογενειακή εταιρεία Zertus επενδύει σε εταιρείες τροφίμων από το 1826 και τις τελευταίες δεκαετίες διεκδίκησε τη θέση της στο επιχειρηματικό στερέωμα επενδύοντας σε ετικέτες niche προϊόντων γαστρονομίας. Η είσοδός της στο ελαιόλαδο έγινε το 2015 με τη συμμετοχή στη ΓΑΙΑ τρόφιμα του Έλληνα επιχειρηματία Άρη Κεφαλογιάννη ενώ το 2020 ολοκλήρωσε την εξαγορά της εταιρείας. Από την άλλη τα ελαιόλαδα GAEA, με παρουσία στην αγορά από το 1995, συνέβαλαν με τη σειρά τους στην αναβάθμιση του ελληνικού ελαιολάδου τουλάχιστον σε επίπεδο μάρκετινγκ.
Αρχικά η εταιρεία έδωσε έμφαση στα ΠΟΠ ελαιόλαδα και στη συνέχεια στα μονοποικιλιακά. Αξίζει να αναφερθεί ότι συνέβαλε και στην καθιέρωση του γυάλινου μπουκαλιού, κάτι που αποτελεί και σήμερα πρόκληση για πολλές εταιρείες.
Ενώ όπως δείχνουν τα στοιχεία της αγοράς, στην Γερμανία οι περισσότερες εταιρείες του private label διαθέτουν blends από όλη τη Μεσόγειο, η GAEA βασίζει την παρουσία της εκεί, στη διάθεση αποκλειστικά ελληνικού ελαιολάδου. Αυτό σημαίνει ότι οι διακυμάνσεις στην παραγωγή τόσο σε επίπεδο ποσότητας, όσο και ποιότητας, φέρνουν σε «δύσκολη θέση» την εταιρεία, η οποία, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, προσπαθεί να εδραιώσει σταθερές συνεργασίες με ελαιοτριβεία που βρίσκονται σε παραγωγικά κέντρα ενδιαφέροντος γι’ αυτήν, ώστε να προωθούνται οι αξιώσεις της στην πρώτη ύλη.
Η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται το γερμανικό ενδιαφέρον στον τομέα του ελαιολάδου δεν αποκλείει στο προσεχές μέλλον να βρεθούν και άλλοι Γερμανοί στρατηγικοί επενδυτές σε ελληνικές εταιρείες, κάτι που ήδη συμβαίνει στις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές χώρες. Από την άλλη, η προσέγγιση που επιχειρεί το γερμανικό κεφάλαιο στον ελληνικό ελαιώνα, αναμένεται ότι θα εντείνει και το ενδιαφέρον των μεγάλων αλυσίδων εστίασης της χώρας για ιδιωτική ετικέτα με ελληνική πρώτη ύλη, μέσα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.
Πηγή: agronews.gr