Agravia

Αραίωμα Ανθέων και Καρπών στα Οπωροφόρα Δέντρα

Αραίωμα Ανθέων στα Οπωροφόρα

Ορισμένα είδη οπωροφόρων δένδρων εκτός από τις συνηθισμένες καλλιεργητικές φροντίδες (κλάδεμα, άρδευση, λίπανση, κλπ) χρειάζονται επιπλέον αραίωμα ανθέων και καρπών για να παράγουν καρπούς ανώτερης ποιότητας. Το αραίωμα ανθέων και καρπών είναι μια καλλιεργητική τεχνική, συμπληρωματική του κλαδέματος, κατά την οποία αφαιρούμε ένα μέρος των ανθέων ή των καρπών των δένδρων, αντίστοιχα, με σκοπό την εξοικονόμηση θρεπτικών ουσιών που τα χρησιμοποιούμε για την ανάπτυξη των υπόλοιπων καρπών αλλά και της νέας βλάστησης. Είδη όπως η κερασιά και η βυσσινιά δεν συνηθίζεται να αραιώνονται.

Απεναντίας, κάποια άλλα είδη όπως η μηλιά, η αχλαδιά, η ροδακινιά, η βερικοκιά και η Ιαπωνική μουσμουλιά, πρέπει να αραιώνονται σε ετήσια βάση. Το αραίωμα γίνεται κυρίως με το χέρι αλλά και με μηχανικά ή χημικά μέσα. Πρακτικά, με την αφαίρεση των ανθέων ή των καρπών αυξάνουμε τον αριθμό των φύλλων ανά καρπό με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αύξηση του μέσου τελικού μεγέθους των συγκομιζόμενων καρπών, τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους καθώς και τη μείωση του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας των δένδρων. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζουμε αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο αραιώματος διαφόρων ειδών οπωροφόρων δένδρων.

Τα περισσότερα είδη οπωροφόρων δένδρων (δένδρα που καλλιεργούνται για τους καρπούς τους) με τις κατάλληλες καλλιεργητικές φροντίδες και κάτω από ιδανικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, παρουσιάζουν συνήθως πλούσια ανθοφορία η οποία εξελίσσεται σε υπερβολική καρποφορία, ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες επικονίασης και γονιμοποίησης είναι ιδανικές, την οποία το δένδρο δεν μπορεί να αντέξει και εξαντλείται. Για το λόγο αυτό πρέπει να πραγματοποιούμε αραίωμα ανθέων και καρπών (Σφακιωτάκης, 1993).

Με τον όρο αραίωμα ανθέων και καρπών εννοούμε την αφαίρεση ενός μέρους των ανθέων ή των νεαρών καρπών (καρπιδίων), αντίστοιχα, αρκετό χρόνο πριν την συγκομιδή, για να εξοικονομήσουμε ανόργανες και οργανικές ουσίες που θα μας χρησιμεύσουν στο να αποκτήσουν οι υπόλοιποι καρποί εμπορεύσιμο μέγεθος, καλό χρώμα και άριστη ποιότητα. Επίσης, ενισχύουμε τη βλάστηση του δένδρου και διαφοροποιούμε περισσότερους ανθοφόρους οφθαλμούς για τον επόμενο χρόνο (Σφακιωτάκης, 1993).

Συνολικά, με το αραίωμα ανθέων και καρπών επιτυγχάνουμε:

  1. την αύξηση του μεγέθους και της ομοιομορφίας των καρπών,
  2. τη βελτίωση του χρώματος των καρπών, καθώς αντιστοιχούν περισσότεροι υδατάνθρακες ανά καρπό, λόγω της αύξησης του αριθμού των φύλλων ανά καρπό, οι οποίοι ευνοούν το σχηματισμό χρωστικών ουσιών
  3. τη βελτίωση της εσωτερικής ποιότητας και γεύσης των καρπών, καθώς αυξάνει η αναλογία σακχάρων προς οξέα και οι καρποί παίρνουν την επιθυμητή προς τους καταναλωτές γεύση
  4. την εξασφάλιση της επετειοφορίας των δένδρων, αφού μέρος από τις παραγόμενες ουσίες διοχετεύεται στη νέα βλάστηση με αποτέλεσμα το σχηματισμό νέων καρποφόρων οργάνων για την επόμενη χρονιά
  5. τη διατήρηση της ευρωστίας και του σχήματος των δένδρων, καθώς ελαττώνουμε το συνολικό βάρος των καρπών ανά δένδρο και μειώνουμε τος πιθανότητες θραύσης των κλάδων και των βραχιόνων από υπερβολικό φορτίο
  6. την ελαφρά πρωίμιση της συγκομιδής, καθώς οι αραιωμένοι καρποί ωριμάζουν νωρίτερα (Σφακιωτάκης, 1993).

Το αραίωμα μπορεί να εφαρμοστεί τόσο κατά την άνθηση (αραίωμα ανθέων) όσο και μετά την καρπόδεση (αραίωμα καρπών). Ο χρόνος εφαρμογής του αραιώματος εξαρτάται από το σκοπό για τον οποίο γίνεται. Αν επιδιώκουμε την αύξηση του μεγέθους των καρπών, πρέπει να την πραγματοποιούμε πριν το τέλος της περιόδου των κυτταροδιαιρέσεων, δηλαδή πριν την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου αύξησης των καρπών, καθώς έτσι αυξάνουμε τον αριθμό των κυττάρων ανά καρπό και επιτυγχάνουμε το σχηματισμό μεγάλων καρπών. Αν επιδιώκουμε τη ρύθμιση της παρενιαυτοφορείας των δένδρων, το αραίωμα καρπών πρέπει να γίνεται αρκετά νωρίς, έτσι ώστε να έχει ευνοϊκή επίδραση στην καρποφορία της επόμενης χρονιάς (Σφακιωτάκης, 1993).

Σημειωτέον ότι τα περισσότερα είδη φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων διαφοροποιούν ανθοφόρους οφθαλμούς τους μήνες Ιούνιο–Ιούλιο.

Συνήθως, το αραίωμα των ανθέων γίνεται κατά την πλήρη άνθηση, πάντα μετά την παρέλευση της επικίνδυνης περιόδου των παγετών, ενώ το αραίωμα των καρπών γίνεται μετά το τελευταίο κύμα της φυσιολογικής καρπόπτωσης (Βασιλακάκης & Θεριός, 2001).

Σε περιοχές που ο κίνδυνος όψιμων-ανοιξιάτικων παγετών είναι αυξημένος κατά την περίοδο της ανθοφορίας των δένδρων, το αραίωμα των ανθέων είναι επισφαλές και πρέπει να το αποφεύγουμε.

Το αραίωμα ανθέων και καρπών εφαρμόζεται στα είδη μηλιά, αχλαδιά, ροδακινιά, βερικοκιά και Ιαπωνική μουσμουλιά. Σπάνια εφαρμόζεται στην κερασιά, στη βυσσινιά, στην αμυγδαλιά, στη φιστικιά, στην ακτινιδιά και στα εσπεριδοειδή (Παπαδάκης, 2008).

Το αραίωμα γίνεται με το χέρι, με μηχανικά και χημικά μέσα. Με το χέρι είναι ο πιο συνηθισμένος και αποτελεσματικός τρόπος αραιώματος, καθώς ο εργάτης έχει τον πλήρη έλεγχο των καρπών που αφαιρεί. Παράλληλα όμως είναι και ο πιο δαπανηρός τρόπος, καθώς απαιτούνται πολλοί εργάτες και έτσι αυξάνεται το κόστος παραγωγής. Οι καρποί αποσπώνται με τα δάκτυλα, με ψαλίδια ή με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων, όπως ραβδιά ντυμένα με καουτσούκ για να μην τραυματίζονται οι βλαστοί και οι καρποί που παραμένουν στο δένδρο. Η μέθοδος αραιώματος με το χέρι εφαρμόζεται κυρίως για αραίωμα καρπών και σπανιότερα για το αραίωμα των ανθέων (Ποντίκης, 1997).

Εικόνα 1 Αραίωμα Ανθέων με το χέρι

Το μηχανικό αραίωμα γίνεται με τη χρήση δονητών συγκομιδής καρπών οι οποίοι προσαρμόζονται στον κορμό ή στους βραχίονες του δένδρου. Η μέθοδος αυτή δεν έχει σταθερά αποτελέσματα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στη χώρα μας.

Εικόνα 2 Αραίωμα με μηχανική υποστήριξη σε ροδακινιά

  • Το χημικό αραίωμα μπορεί να εφαρμοστεί τόσο κατά την περίοδο της άνθησης όσο και κατά την περίοδο της ανάπτυξης νεαρών καρπών. Έχει μικρότερο κόστος σε σχέση με το χειρονακτικό αραίωμα, επιτυγχάνει όμως καλύτερο μέγεθος και ποιότητα καρπών και μειώνει αποτελεσματικά την παρενιαυτοφορία των δένδρων. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του χημικού αραιώματος δεν είναι σταθερά αφού εξαρτώνται και από άλλους παράγοντες, τους οποίους δεν μπορεί να ελέγξει πάντα ο παραγωγός, και επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων χημικών ουσιών. Αυτοί οι παράγοντες είναι το φυτικό είδος, η ποικιλία, οι κλιματικές συνθήκες κατά την περίοδο εφαρμογής του χημικού αραιώματος, το χημικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται και η δόση εφαρμογής του καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ψεκαστικόυ μηχανήματος. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζονται προβλήματα υπερβολικού αραιώματος, ζημιών στα φύλλα και δημιουργίας μικρών και παραμορφωμένων καρπών (Παπαδάκης, 2008)

  • Τα τελευταία 90 χρόνια έχουν χρησιμοποιηθεί για το χημικό αραίωμα των ανθέων και των καρπών διάφορες καυστικές ουσίες και ουσίες έκλυσης αιθυλενίου αλλά και ορισμένα κοινά αγροχημικά, όπως διάφορα εντομοκτόνα και φυτορυθμιστικές ουσίες. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι είναι αποτελεσματικότερος ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες ουσίες. Παρότι τα χημικά αραιωτικά χρησιμοποιούνται σχεδόν επί ένα αιώνα και έχουν ως αποτέλεσμα το αραίωμα των καρπών, είτε με αφαίρεση ανθέων είτε νεαρών καρπών, δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος δράσης τους. Ωστόσο, μερικές από τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς παρουσιάζονται στη συνέχεια, χωρίς όμως όλες να τεκμηριώνονται επαρκώς (Παπαδάκης, 2008).

  • Στην κατηγορία των καυστικών ουσιών ανήκει η δινιτροορθοκρεζόλη (Elgetol) η οποία νεκρώνει τα ανθικά μέρη (πέταλα, ανθήρες, στίγμα, κτλ) και εφαρμόζεται όταν τα δένδρα πλησιάζουν στην πλήρη άνθηση (όταν το 60–90% των ανθέων έχει ανοίξει). Ο τρόπος δράσης του είναι ξεκάθαρος αφού προκαλεί εγκαύματα και νέκρωση των ζωτικών μερών των ανθέων με αποτέλεσμα την αποτροπή επικονίασης και γονιμοποίησής τους και τη μείωση της καρπόδεσης (Ποντίκης, 1997).

  • Κατά το χημικό αραίωμα χρησιμοποιούνται και ουσίες έκλυσης αιθυλενίου, όπως το Ethephon (Ethrel), που εφαρμόζονται μετά την καρπόδεση και προκαλούν πτώση των καρπιδίων. Η καρπόπτωση προκαλείται πιθανότατα λόγω της ενεργοποίησης της ζώνης αποκοπής και σχηματισμού αφοριστικού ιστού (στοιβάδα αποκοπής) στην περιοχή πρόσφυσης του ποδίσκου των καρπών πάνω στο βλαστό. Υπερβολική δόση Ethephon προκαλεί πρόωρο γηρασμό και φυλλόπτωση (Rongai, 2009).

  • Κάποιες από τις φυτορρυθμιστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως για το αραίωμα των καρπών είναι το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), η ναφθαλινακεταμίδη (ΝΑΑm) και η βενζυλαδενίνη (ΒΑ). Ευρύτατη χρήση ως καρποαραιωτικό έχει και το εντομοκτόνο Carbaryl. Οι ουσίες αυτές εφαρμόζονται μετά την καρπόδεση. Σχετικά με τον τρόπο δράσης τους, αναφέρεται ότι παρεμποδίζουν τη μεταφορά ορμονών και φωτοσυνθετικών προϊόντων προς και εκτός των καρπών, μέσω του ποδίσκου, και σταματούν ή μειώνουν την αυξινική ροή με αποτέλεσμα την πρόκληση καρπόπτωσης. Επίσης, είναι πιθανόν να προκαλούν διαταραχή στην αύξηση του ενδοσπερμίου με αποτέλεσμα τον εκφυλισμό του εμβρύου και την πτώση των νεαρών καρπών (Ποντίκης, 1997).
Εικόνα 3. Επίδραση του αριθμού των φύλλων που αντιστοιχούν ανά καρπό στο τελικό μέγεθος των καρπών της μηλιάς και της ροδακινιάς (Παπαδάκης, 2008).

Γιάννης Διβανές
Γεωπόνος MSc
i-CON.SHARE

Λέξεις-Κλειδιά:

Παρόμοια άρθρα