Τα φυλλοβόλα βρίσκονται σε λήθαργο. Αυτή την περίοδο οι ανθοφόροι οφθαλμοί συσσωρεύουν τις ώρες ψύχους που απαιτούνται και διαμορφώνονται μικροσκοπικά και μερικώς μακροσκοπικά. Οι ηθμαγγειώδεις μοίρες είναι επίσης σε λήθαργο και δεν μεταφέρουν νερό και ανόργανα και οργανικά στοιχεία καθώς κανένα σημείο του δέντρου δεν τα χρειάζεται. Φυσικά οι ρίζες δεν απορροφούν νερό και θρεπτικά από το έδαφος και δεν αναπτύσσουν νέα ριζίδια.
Γι’ αυτό η λίπανση αυτή την περίοδο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανόητη συμπεριφορά των παραγωγών και γεωπόνων. Μόνο όταν οι οφθαλμοί βγουν από το λήθαργο (κανονικά κάποια στιγμή το Φεβρουάριο), τότε οι αποθηκευμένες ουσίες (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και ανόργανα) διαλυτοποιούνται και αρχίζει η κυκλοφορία χυμών στο δέντρο κύρια από τις ρίζες και βλαστούς προς τους οφθαλμούς με θετική πίεση λόγω των πολλών διαλυτών ουσιών στις ρίζες και βλαστούς και των ελάχιστων ή των καταναλωνόμενων στους οφθαλμούς.
Αυτή η έξοδος από τη σκληραγώγηση και η ενεργοποίηση όλου του φυτού φυσικά το κάνει πιο ευαίσθητο στους παγετούς αλλά δεν συνοδεύεται από απορρόφηση ανόργανων από το έδαφος μέχρι και το Μάρτιο λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών του εδάφους αυτή την περίοδο σε σχέση με τον αέρα που αρχίζει να γίνεται πιο ζεστός.
Στα εσπεριδοειδή η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Τα δέντρα έχουν τα φύλλα τους όλο το έτος και πολλές φορές και τους καρπούς. Επομένως απορροφούν νερό (για τη διαπνοή) και ελάχιστα θρεπτικά καθώς οι καρποί έχουν συνήθως ωριμάσει, δεν υπάρχει νέα βλάστηση και το έδαφος είναι σχετικά κρύο για τη λειτουργία των ριζών. Λόγω των ανωτέρω δεν σκληραγωγούνται ώστε να αντιμετωπίσουν έντονους παγετούς. Αντίθετα, οι οφθαλμοί των εσπεριδοειδών διαφοροποιούν με το χειμώνα (ή καλύτερα με την περίοδο μη ανάπτυξης λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών) τα άνθη τους και μικροσκοπικά αυτά αναπτύσσονται έως τις πρώτες θερμότερες ημέρες της άνοιξης.
Με την αύξηση των θερμοκρασιών αέρα έχουμε σταδιακή έκπτυξη των βλαστοφόρων και των ανθοφόρων οφθαλμών. Συνήθως οι ανθοφόροι οφθαλμοί εκπτύσσονται πρώτοι (πυρηνόκαρπα). Αλλά στους μικτούς οφθαλμούς (μηλιά, αχλαδιά) έχουμε εμφάνιση των φύλλων και πριν αυτά ωριμάσουν έχουμε και την άνθιση. Με άλλα λόγια στα περισσότερα φυλλοβόλα δεν υπάρχουν ώριμα φύλλα να είναι παραγωγοί και εξαγωγείς υδατανθράκων, για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη των ανθέων έως και την αρχική ανάπτυξη των καρπών, αλλά και την αρχική βλαστική ανάπτυξη.
Όλες λοιπόν οι διεργασίες γίνονται με αποθηκευμένες στις ρίζες και βλαστούς ουσίες (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και ανόργανα) από το προηγούμενο φθινόπωρο, έως σταδιακά τα ώριμα φύλλα να ξεκινήσουν να καλύπτουν τις ανάγκες της βλάστησης και της ανάπτυξης των καρπών με υδατάνθρακες και πρωτεΐνες. Υπάρχουν βέβαια και οπωροφόρα που ανθίζουν σχετικά αργά πάνω στη νέα βλάστηση (καρυδιά, καστανιά, ακτινιδιά, κυδωνιά). Αυτά τα άνθη τα υποστηρίζει η ήδη εκπτυχθείσα βλάστηση, που για την ανάπτυξή της βέβαια χρησιμοποίησε μια ποσότητα αποθηκευμένων ουσιών από την προηγούμενη χρονιά.
Η ανάπτυξη του καρπού ξεκινά με την άνθιση. Καρπός συνήθως θα γίνει ο ύπερος του άνθους, αν η επικονίαση και η διπλή γονιμοποίηση προχωρήσουν κανονικά. Στη δενδροκομία λέμε ότι έχουμε επιτυχημένη αρχική καρπόδεση, όταν υπάρξει εμφανής μακροσκοπική διόγκωση του ύπερου. Παράλληλα έχουμε την πτώση των αγονιμοποίητων ανθέων. Θα ακολουθήσει τουλάχιστον μία ακόμη πτώση καρπιδίων το Μάιο, λόγω ανταγωνισμού μεταξύ των ‘δυνατότερων’ και μεγαλύτερων καρπιδίων και των πιο αδύναμων. Αυτό το προκαλεί η παραγωγή αυξίνης από τα αναπτυσσόμενα σπέρματα, που θα βγει από τους ‘δυνατούς’ καρπούς και θα προκαλέσει την πτώση των αδύναμων που βρίσκονται κοντά.
Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε αποτυχία στην καρπόδεση. Αυτό μπορεί να το προκαλεί ένας ανοιξιάτικος παγετός (που παγώνει τον ύπερο), χαμηλές θερμοκρασίες στην άνθιση (οι επικονιάστριες μέλισσες δεν πετούν, ο γυρεοσωλήνας δεν έχει ικανοποιητική ανάπτυξη), σε έλλειψη επικονιαστών εντόμων αλλά και ποικιλιών στα σταυρογονιμοποιούμενα είδη, σε έλλειψη βορίου και σε έλλειψη ικανοποιητικού ψύχους το χειμώνα.
Η ανάπτυξη του καρπού περιλαμβάνει κυρίως κυτταροδιαιρέσεις κατά τις 2-6 εβδομάδες μετά την πλήρη άνθιση (πλήρη άνθιση έχουμε όταν >80% των ανθέων έχουν ανθίσει, τα πρώτα πέταλα πέφτουν από τα δέντρα και υπάρχουν ακόμα μερικά άνθη <10% που δεν έχουν ανθίσει, ημερομηνία χρήσιμη που πρέπει να καταγράφουμε κάθε έτος για κάθε ποικιλία). Κατόπιν και έως τη συγκομιδή τα υπάρχοντα κύτταρα ουσιαστικά μόνο διογκώνονται. Επομένως, κακός καιρός ή κακές συνθήκες καλλιέργειας τις πρώτες εβδομάδες μετά την άνθιση, είναι καθοριστικές για την τελική παραγωγή και μέγεθος των καρπών.
Παράλληλα με την ανάπτυξη του καρπού, έχουμε και τη βλαστική ανάπτυξη, όπου νέοι βλαστοί και φύλλα φυτρώνουν στα φυτά. Με άλλα λόγια, η περίοδος μετά την άνθιση είναι η πιο ‘έντονη’ για τα δέντρα και λαμβάνει χώρα συνήθως τους μήνες Απρίλιο έως Ιούνιο. Αυτήν την περίοδο, οι απαιτήσεις σε ανόργανα θρεπτικά, ικανοποιητικές θερμοκρασίες και αρκετή εδαφική υγρασία, είναι μεγάλες και έλλειψη τους θα προκαλέσει μείωση στη βλαστική ανάπτυξη αρχικά (γεγονός που συχνά το επιζητούμε και το μελετούμε συστηματικά για πρακτική εφαρμογή) αλλά και μείωση της ανάπτυξης των καρπών.
Φυσικά αυτή την περίοδο το ριζικό σύστημα επίσης αναπτύσσεται και λειτουργεί έντονα και οποιαδήποτε συνθήκη που παρεμποδίζει τη σωστή λειτουργία του (χαμηλές θερμοκρασίες εδάφους, υπερβολική υγρασία εδάφους ή έλλειψη της, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη ζιζανίων) θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη των βλαστών και καρπών, αλλά μπορεί να καταλήξει και σε ανάπτυξη μυκήτων που προσβάλουν τις αδύναμες ρίζες.
Φυσικά την άνοιξη οι κλιματικές συνθήκες είναι συνήθως κατάλληλες (καλές θερμοκρασίες και υψηλή σχετική υγρασία ή συχνές βροχοπτώσεις) αλλά και οι νεαροί ιστοί των φυτού ευαίσθητοι στις προσβολές από ασθένειες αρχικά και έντομα και ακάρεα αργότερα. Οποιαδήποτε ζημιά στα νεαρά φύλλα αλλά και στα άνθη και καρπίδια θα προκαλέσει μείωση της παραγωγής καρπών.
Ανάπτυξη καρπών: Απλή σιγμοειδής ή διπλή σιγμοειδής.
Απλή σιγμοειδής στα μήλα: μικρή αρχική ανάπτυξη λόγω κυτταροδιαιρέσεων (για περίπου 1 μήνα), έπειτα αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης του καρπού για αρκετούς μήνες, λόγω κυρίως διόγκωσης των υπαρχόντων κυττάρων, και τέλος μείωση της ανάπτυξής του κοντά στη συγκομιδή, έως την ωρίμανση.
Διπλή σιγμοειδής στα ροδάκινα και ελιές: αρχικά ταχεία ανάπτυξη του καρπιδίου με κυτταροδιαιρέσεις, με τη μεγάλη επιβράδυνση της ανάπτυξης του καρπού, έως τη λήξη της σκλήρυνσης του πυρήνα. Ακολουθεί ραγδαία ανάπτυξη του καρπού (μόνο διόγκωση των κυττάρων του περικαρπίου, του εδώδιμου δηλαδή μέρους του καρπού) έως την ωρίμανση.
Σε πολλά οπωροφόρα, το καλοκαίρι έχουμε την ωρίμανση και συγκομιδή των καρπών ώστε από εκεί και μετά το δέντρο να είναι ‘άδειο’, να μην υπάρχουν ‘καταναλωτές’ για να απορροφήσουν τους παραγόμενους με τη φωτοσύνθεση υδατάνθρακες ή να χρησιμοποιήσουν το άζωτο. Επομένως, θα πρέπει να περιορίσουμε αντίστοιχα τις εισροές.
Το πιο καθοριστικό συμβάν τους καλοκαιρινούς μήνες σε όλα τα φυλλοβόλα και στην ελιά, είναι η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών, που θα ανθίσουν την επόμενη χρονιά. Έτσι συνήθως τον Ιούνιο αλλά και αργότερα το καλοκαίρι, συμβαίνει διαφοροποίηση των οφθαλμών, παρουσία περίσσειας υδατανθράκων, η οποία τους δίνει το μήνυμα να γίνουν ανθοφόροι. Αν οι υδατάνθρακες είναι περιορισμένοι, το δέντρο θα δημιουργήσει ελάχιστους ανθοφόρους οφθαλμούς για την επόμενη χρονιά. Αυτό το φαινόμενο καταλήγει στην παρενιαυτοφορία: τη μία χρονιά έχουμε αρκετούς καρπούς και την επόμενη ελάχιστους.
Φυσικά η παρενιαυτοφορία συμβαίνει σε όψιμης ωρίμανσης είδη και ποικιλίες και με διαφορετική ένταση. Έτσι στην κερασιά, παρότι οι ροζέτες είναι ημιμόνιμα καρποφόρα όργανα, καθώς οι καρποί συγκομίζονται ή έχουν ωριμάσει τον Ιούνιο, τα ίδια καρποφόρα όργανα, εφόσον τα φύλλα τους είναι υγιή, θα διαφοροποιήσουν ανθοφόρους οφθαλμούς και την επόμενη χρονιά.
Αντίθετα, στη μηλιά η καρποφόρος αιχμή πρέπει να θρέφει έως και το Σεπτέμβριο τον καρπό, επομένως σπάνια θα διαφοροποιήσει ανθοφόρο οφθαλμό και για τον επόμενο χρόνο και μόνο αν τα φύλλα της αιχμής είναι υγιή, πραγματοποιήσουμε το αραίωμα νωρίς, αφήνοντας μόνο έναν καρπό στην αιχμή και φωτίζουμε τα φύλλα ικανοποιητικά.
Η ροδακινιά, αν και ωριμάζει τους καρπούς της τον Αύγουστο, λόγω της εκπληκτικά έντονης ικανότητας βλάστησης, έχει τόση πολλή δυναμικότητα παραγωγής υδατανθράκων, που δεν παρουσιάζει το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας. Ας μην ξεχνάμε ότι, στην όψιμης ωρίμανσης ποικιλία, οι καρποί βρίσκονται στο στάδιο της βραδείας ανάπτυξης (σκλήρυνση πυρήνα) για περίπου ένα μήνα κοντά στον Ιούνιο, οπότε υδατάνθρακες περισσεύουν για παραγωγή ανθοφόρων οφθαλμών.
Το καλοκαίρι επίσης έχουμε και το ‘γέμισμα’ των βλαστών. Οι νέοι βλαστοί και οφθαλμοί φτάνουν στο τελικό τους μήκος από τον Ιούνιο, ενώ το υπόλοιπο καλοκαίρι συσσωρεύσουν ξηρά ουσία και προετοιμάζονται για το Φθινόπωρο. Η βλάστηση μπορεί να συνεχίσει και το καλοκαίρι σε καρποφορούντα δέντρα, όταν πραγματοποιήσουμε κάποιες λάθος ενέργειες, όπως η έντονη αζωτούχος λίπανση το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με μεγάλη ποσότητα αρδευτικού νερού και μειωμένη καρποφορία, πρώιμο θερινό κλάδεμα, ζημιά στα φύλλα από ασθένειες και εχθρούς και φυλλόπτωση την άνοιξη και νωρίς το καλοκαίρι.
Αυτή η όψιμη βλάστηση δεν προλαβαίνει να ωριμάσει έως το φθινόπωρο, δεν δημιουργεί συνήθως ανθοφόρους οφθαλμούς, σκιάζει τα σημεία διαφοροποίησης των ανθοφόρων οφθαλμών (και επομένως μειώνει την ποιότητα του άνθους και του καρπού που θα προκύψει την επόμενη χρονιά) και κινδυνεύει από τους χειμερινούς παγετούς.
Σε πολλά είδη και ποικιλίες, έχουμε την ωρίμανση και συγκομιδή των καρπών. Αμέσως μετά, το δέντρο μπαίνει σε φάση συσσώρευσης υδατανθράκων κ.λπ. για τον επερχόμενο χειμώνα.
Αυτή η προετοιμασία για το χειμώνα περιλαμβάνει τη διακοπή οποιασδήποτε ανάπτυξης (μήκος βλαστών) και αλλάζει κατεύθυνση προς τη συσσώρευση ξηράς ουσίας (που κανονικά έχει ήδη ξεκινήσει από το καλοκαίρι) και μετακίνησης από τα γηράσκοντα φύλλα προς τις ρίζες και βλαστούς πολλών υδατοδιαλυτών υδατανθράκων και αζωτούχων ενώσεων (σε μορφή αμινοξέων) μετά την υδρόλυση εντός των φύλλων ποικίλων μακρομορίων. Έτσι τα φύλλα θα γεράσουν και θα έχουν επιστρέψει σημαντικό μέρος των ουσιών που χρησιμοποίησαν κατά τη βλαστική περίοδο, για να παράγουν υδατάνθρακες για τους καρπούς και τη βλάστηση της επόμενης άνοιξης.
Όταν βλέπουμε τα κίτρινα φύλλα να πέφτουν το φθινόπωρο, είναι προφανές ότι το ‘πράσινο’, δηλαδή η χλωροφύλλη και το ένζυμο RUBISCO των σκοτεινών αντιδράσεων της φωτοσύνθεσης στους χλωροπλάστες που μαζί έχουν χρησιμοποιήσει το 80% τουλάχιστον του Ν του φύλλου, έχει υδρολυθεί και μεταφερθεί στο φυτό (κυρίως ρίζες και δευτερευόντως βλαστούς και οφθαλμούς) για να χρησιμεύσει στη δόμηση πρωτεϊνών που βοηθούν στο μη πάγωμα των ιστών (heat-shock πρωτεΐνες) και για να δοθεί ξανά για την αρχική βλαστική ανάπτυξη και άνθιση και αρχική ανάπτυξη των καρπών την επόμενη άνοιξη.
Ακολουθεί η φυλλόπτωση και η εντονότερη προετοιμασία για το ψύχος του χειμώνα.
Στα εσπεριδοειδή, αν υπάρξει σημαντική καταπόνηση το καλοκαίρι (ανεπαρκής ποτισμός και σχετικά ζεστό καλοκαίρι), και όταν το φθινόπωρο έχουμε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες μέχρι τον Οκτώβριο, παρατηρούμε μια νέα άνθιση. Αυτή οφείλεται στην καταπόνηση του καλοκαιριού που προκαλεί τη δημιουργία νέας βλάστησης και ανθοφορίας το φθινόπωρο, όταν έχουμε παρατεταμένα καλές θερμοκρασίες.
Είναι μια φυσιολογική λειτουργία των εσπεριδοειδών και μας είναι χρήσιμη μόνο στην περίπτωση των δίφορων ποικιλιών λεμονιάς, που έτσι θα έχουν νεαρά καρπίδια το φθινόπωρο και χειμώνα και θα ωριμάσουν καρπούς το επόμενο καλοκαίρι.